- επεγκάπτω
- (Α)καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπέγκαψον — ἐπεγκάπτω eat up besides aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)